ῥύπος

ῥύπος
ῥύπος
Grammatical information: m.
Meaning: `filth, uncleanliness, a.o. in the ear' (Semon., Att.), metaph. (popular -- contemptuous; v. Wilamowitz ad loc.) `sealing wax' (Ar. Lys. 1198); besides ῥύπα n. pl. `filthy clothes, laundry' (ζ 93), ῥύπος n. `whey' (Hp. Mul. 1, 64; after λίπος a.o.).
Compounds: Some compp., e.g. ῥυπο-κόνδυλος `having filthy knuckles' (com.), ἡμί-ρρυπος `half dirty' (Hp.).
Derivatives: 1. Adj.: ῥυπ-όεις `dirty' (Nic., AP), -ώδης `id.' (Dsc., Vett. Val.); on ῥυπαρός s. bel. 2. verbs: a) ῥυπ-άω (ep. length. -όω, -όωντα) `to be dirty' (Od., Ar. a.o.; because of the meaning hardly with Chantraine Gramm. hom. 1, 357 from ῥύπα; rather from ῥύπος w. anal. -άω); b) ῥυπ-όομαι (ῥερυπωμένος ζ 59), also w. κατα-, `to be smudged' (Hp., hell. inscr.), -όω `to smudge' (late); c) ρ᾽ύπτ-ομαι, , also w. ἀπο- a.o., `to clean (oneself), to wash (oneself)' (Ar., Antiph., Arist.) with ῥυπτ-ικός `apt for washing' (Pl. Ti., Arist. a.o.), -ήριον = καθαρτήριον (Suid.), ῥύψις (ἀπό-) f. `cleaning, washing' (Pl. Ti.); on the formation below. -- Besides ῥυπαρός `dirty' (IA.) with -ία f. `filth, dirty convictions' (Critias, late), -ότης f. `id.' (Ath.); ῥυπαίνω, also w. κατα- a.o., `to besmudge, to dishonour' (Att.) with ῥύπασμα n. `filth' (Apollon. Lex.) as μίασμα: μιαίνω.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing etymology. As example of ῥυπαρός : ῥυπαίνω the synonymous pair μιαρός : μιαίνω may have served. It remains uncertain whether it was an old r : n-stem (Benveniste Origines 19) or was built analog. to ῥύπος. Also the seemingly primary ῥύπτομαι, may have come secondarily to ῥύπος after τύπτω : τύπος a.o.; the synonymous νίπτομαι, may have influenced this. -- The quite uncertain comparison with a Slav. word for `scab, itch, crust of a wound', e.g. OCS strupъ, Russ. strúp (IE *sroupo-s, evtl. *sreupos; since Solmsen KZ 37, 600f.) does not help. WP. 2, 703, Pok. 1004, Vasmer s.v. (with other hypotheses on the Slav. word).
Page in Frisk: 2,665-666

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥύπος — dirt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύπος — (I) ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α 1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἐν τοῑς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.) 2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος …   Dictionary of Greek

  • ρύπος — ο 1. βρόμα, λέρα. 2. ηθικό στίγμα, όνειδος: Ήθελε να ξεπλύνει από πάνω του το ρύπο του καταδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥύποι — ῥύπος dirt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥύπους — ῥύπος dirt masc acc pl ῥυπόω to be filthy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… …   Dictionary of Greek

  • σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… …   Dictionary of Greek

  • χαλαίρυπος — ὁ, Α 1. νερό με ξέπλυμα από μπουγάδα 2. θολό και βρόμικο νερό 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῶν πλυνομένων ἱματίων ῥύπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + ῥύπος] …   Dictionary of Greek

  • sreup- —     sreup     English meaning: scabby, dirt     Deutsche Übersetzung: ‘schorfiger Schmutz am Körper”     Material: Gk. ῥύπος m. ‘smut, Unreinlichkeit”, ῥυπόω, ῥυπαίνω ‘sully”, ῥυπαρός “dirty, filthy”, ῥυπάω “bin dirty, filthy”, ῥύπος n. “wheys”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • струп — род. п. а, струпеть покрываться струпьями , укр. струп, др. русск. струпъ рана, труп, грех , ст. слав. строупъ τραῦμα (Остром., Зогр., Ассем., Супр.; см. Брандт, РФВ 24, 184), болг. струп струп , сербохорв. стру̑п парша , словен. strȗр яд , чеш …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”